εὐσώματος

εὐσώματος
εὐσώμᾰτ-ος, ον,
A well-grown, ibid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εὐσώματος — well grown masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευσώματος — η, ο (Α εὐσώματος, ον) αυτός που έχει υγιές, εύρωστο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σώματος (< σώμα), πρβλ. απαλο σώματος, ηδυ σώματος, τρι σώματος] …   Dictionary of Greek

  • εὐσώματον — εὐσώματος well grown masc/fem acc sg εὐσώματος well grown neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσωμάτους — εὐσώματος well grown masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευσωματώ — εὐσωματῶ, έω (Α) [ευσώματος] 1. είμαι ευσώματος, έχω σωματική υγεία 2. είμαι δυνατός, είμαι εύρωστος 3. είμαι φιλήδονος 4. (για δέντρα) αναπτύσσομαι γρήγορα …   Dictionary of Greek

  • ευσωματία — εὐσωματία, ἡ (Α) [ευσώματος] η καλή κατάσταση τού σώματος, η ευεξία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”